καφεΐνη — η το αλκαλοειδές του καφέ που χρησιμοποιείται ως καρδιοτονωτικό: Περιέχει αρκετή ποσότητα καφεΐνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
ευφραντικά — Προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, είτε γιατί περιέχουν ύλες με ευχάριστη οσμή ή γεύση και κάνουν τα φαγητά εύγεστα είτε γιατί περιέχουν ύλες που προκαλούν ευχάριστη διέγερση του νευρικού συστήματος. Στα προϊόντα αυτά κατατάσσονται τα … Dictionary of Greek
ξανθίνες — Ονομασία φαρμάκων που παράγονται από την ξ., όπως είναι η θεοφυλλίνη, η θεοβρωμίνη και η καφεΐνη. Τα φάρμακα αυτά επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις λείες μυϊκές ίνες, στους χοληφόρους σωλήνες και στους βρόγχους. Επίσης έχουν διουρητική… … Dictionary of Greek
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
θεοφυλλίνη — Ονομασία της 1,3–διμεθυλοξανθίνης, χημικής ένωσης που είναι ισομερής προς τη θεοβρωμίνη. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 264°C, βρίσκεται στα φύλλα του τσαγιού, αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά. Η θ. είναι διεγερτικό του… … Dictionary of Greek
καφεϊνομανής — ές αυτός που καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες καφεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφεΐνη + μανής (< μαίνομαι «είμαι μανιώδης»), πρβλ. ναρκο μανής, οπιο μανής] … Dictionary of Greek
κόλα — (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή.… … Dictionary of Greek
ξανθίνη — Νιτρογενής ουσία με χημικό τύπο C5H4O2N4. Βρίσκεται στο πάγκρεας, στους ιστούς των μυών και σε μικρότερες ποσότητες στην ουρίνη. Επίσης και στους χυμούς μερικών φυτών, οπότε ονομάζεται ανθοξανθίνη. Το χρώμα είναι άσπρο και όταν ξεραίνεται, αφήνει … Dictionary of Greek